Ροφός

Είναι ένα ψάρι που στοιχειώνει τα όνειρα μας και που θεωρείται ψάρι τρόπαιο. Αυτό δεν είναι άλλο από τον «βασιλιά» ροφό. Η επιστημονική του ονομασία είναι epinephelus marginatus και ανήκει στην οικογένεια των σερανιδών. Τον συναντάμε σε βάθος έως 300 μέτρα και στις ελληνικές θάλασσες το βάρος του μπορεί να ξεπεράσει τα 25 κιλά. Είναι ψάρι κοντόχοντρο με πολύ μεγάλο κεφάλι (σχεδόν το 1/3 του ψαριού). Τα δόντια του είναι ψιλά και πριονωτά. Έχει πολύ μεγάλα μάτια και ιδιαίτερα σκληρό κρανίο. Το χρώμα του είναι σκούρο καφέ με ασπροπράσινες κηλίδες ενώ κοιλιά του είναι ανοιχτό καφέ. Δεν συνηθίζει να κινείται σε κοπάδια και ζει σε βραχώδεις σχισμές και σπηλιές.
Συνήθως ο ροφός καταβροχθίζει ότι ελκυστικό βρεθεί κοντά στο θαλάμι του. Τρέφεται με κάθε λογής μικρότερα ψάρια όπως μελανούρια, σκορπίνες και σαργοί, ενώ αγαπημένη του τροφή είναι το χταπόδι και γενικά όλα τα μαλάκια. Επίσης του αρέσουν πολύ τα κυδώνια και τα στρείδια.


Ψαροσύνη - Συναγρίδα ο πολυπόθητος στόχος

Του Λεωνίδα Δραπανιώτη

Ψαροσύνη - Συναγρίδα ο πολυπόθητος στόχος

Είναι ένα από τα πιο όμορφα ψάρια, στο σώμα του διακρίνεται παραλλαγή πολλών χρωμάτων σε έντονους και μη τόνους. Επίσης έχει ντελικάτο σουλούπι με δυνατή ουρά και όψη που χαρακτηρίζει την επιθετικότητα του. Βρίσκεται στην κορυφή κάθε ψαριάς και πάντα παρουσιάζεται με διαφορετικό χρωματισμό, αναλόγως την ώρα της ημέρας και του τόπου που βρίσκεται.

Ίσως αυτό είναι το μυστικό, η «οφθαλμαπάτη» που σε κάνει να την χαίρεσαι όταν την ανεβάζεις στην βάρκα και να μην την βαριέσαι ποτέ. Η Συναγρίδα είναι το ψάρι που ονειρεύεται κάθε νέος ψαράς επιφανείας ενώ παράλληλα είναι το θήραμα που επιβεβαιώνει την εμπειρία του παλιού θαλασσινού…

Έβαλε την βάρκα σε μια απανεμιά κι έριξε το σίδερο στην λευκή αμμούδα. Έκατσε λίγο να ξεκουραστεί, να βάλει μια μπουκιά ψωμί στο στόμα του, να πιεί λίγο νερό και να απολαύσει την ελευθερία που του προσφέρει η θάλασσα. Ώρες, ώρες, μέσα στο πέλαγος έχει νιώσει μοναξιά, το συναίσθημα που απεχθάνονται οι περισσότεροι στεριανοί. Όμως με σύμμαχο την υπομονή, το πάλευε όσο μπορούσε. Άλλωστε η θάλασσα, του έχει προσφέρει τόσες και τόσες συγκινήσεις, που τον βοηθούσαν να την ξεπεράσει. Ωστόσο αποζημιωνόταν στο έπακρον την στιγμή που θα γυρνούσε στο σπίτι του και αντίκριζε την οικογένεια του. Τότε η θαλπωρή κι ασφάλεια της οικίας τα σκέπαζε όλα και ουδέν ψεγάδι άφηνε πίσω της. Μα καθώς βρισκόταν πάνω στην βάρκα, στην άκρη του αμόλυντου γιαλού, ανεπηρέαστος από τα στεριανά προβλήματα που κατά καιρούς τον τυραννούσαν, έφερνε διαρκώς στο μυαλό του, την στιγμή που του έφυγε ένα ψάρι.

Πριν από ώρα του χτύπησε το δόλωμα και δεν κατάφερε να το ανεβάσει στην βάρκα. Ένιωσε την δύναμή του, πάλεψε να το σηκώσει από τον βυθό και τα κατάφερε, μα εκεί που πίστεψε πως θα το πιάσει, το ψάρι του έφυγε πάνω από το αγκίστρι. Προσπαθούσε να αναλύσει την κάθε μια κίνηση, να βρει το λάθος δευτερόλεπτο, μα δεν έβγαζε άκρη. Το μόνο που κατάλαβε, ήταν πως στο νερό, οτιδήποτε γινόταν, το αντιλαμβανόταν σε υπερθετικό βαθμό. Το ψάρεμα με το καλάμι τον είχε κερδίσει, θα μπορούσε να περιμένει πολύ ώρα, μόνο για μια στιγμή. Αυτή που το ψάρι χτυπά απότομα κι απροειδοποίητα το ψεύτικο δόλωμα. Το συναίσθημα η αγωνία πάνω στην μάχη που δίνει το ψάρι για να σωθεί, τον ανέβαζε στους εφτά ουρανούς. Κι αυτό είναι κάτι που δύσκολα μεταφέρεται με τον λόγο. Κάθε φορά που προσπαθούσε να το πει σε φίλους, κατέληγε πάντα στην ίδια κουβέντα. Τι να σου πω… έλεγε… για να καταλάβεις, πρέπει να κρατήσεις το καλάμι με τα ίδια σου τα χέρια…

Σχεδόν μονολογούσε, προσπαθούσε να πετάξει από πάνω του τον πληγωμένο εγωισμό που τον βάραινε. Να απελευθερωθεί από την άτυχη στιγμή πριν του γίνει έμμονη ιδέα. Τέλος να σκεφτεί θετικά μετά την υποτιθέμενη ήττα, να φανταστεί πως στα επόμενα σημεία που θα επισκεφτεί το απόγευμα, τελικά θα καταφέρει να πιάσει ψάρι. Αν ήταν και συναγρίδα, τότε θα σβηνόντουσαν οι μαύρες σκέψεις και μόνο όφελος θα είχε, καθώς στο πέρασμα του χρόνου, θα έβγαζε κάποιο συμπέρασμα από κάποια ψάρια που σίγουρα θα του έφευγαν. Είναι αδύνατον να πιάνει κάθε ψάρι που χτυπά. Μέσα σε τρείς περίπου ώρες, είχε ένα χτύπημα στο δόλωμα, αυτό έδειχνε ένα ενδιαφέρον από τα ψάρια, προς τον πλάνο του. Το απόγευμα πάντα οι πιθανότητες αυξάνονται, θα μπορούσε κάτι ακόμα να επιτεθεί στο ψεύτικο.

Ξεκουράστηκε, έφαγε, ήπιε νερό και αργά σήκωσε την άγκυρα για να συνεχίσει το ψάρεμα. Για να έχει αίσιο τέλος η όλη διαδικασία θα έπρεπε να εμπεριέχει και μεγάλη δόση τύχης. Για να πιάσει το ψάρι δεν αρκούσε η εμπειρία, που ούτως ή άλλως ήταν μικρή, αλλά χρειαζόταν και την εύνοια της θάλασσας. Το ηλεκτρονικό όργανο που χρησιμοποιούσε για να βλέπει τον βυθό, μόνο το βάθος του έδειχνε. Στην ψηφιακή εικόνα, δεν μπορούσε να καταλάβει την σύσταση του πυθμένα ή την ύπαρξη ψαριών. Θα αρκούσε όταν θα χτυπούσε το ψάρι, να έκανε όλες τις κινήσεις σωστά, χωρίς να χάσει το κατάλληλο δευτερόλεπτο που του εξασφάλιζε το θήραμα. Έπρεπε να καρφώσει το αγκίστρι στο στόμα του ψαριού, να καταφέρει να το σηκώσει από τον βυθό χωρίς να σκίσει την σάρκα του το αγκίστρι. Να καταλάβει μια ώρα γρηγορότερα τι ψάρι έχει πιαστεί για να το αντιμετωπίσει αναλόγως. Το πιο σημαντικό να είναι ήρεμος και να μην πανικοβληθεί την στιγμή της μάχης, ειδικά όταν αναληφθεί πως το ψάρι, είναι μεγαλύτερο από ότι του φάνηκε στην αρχή.

Μια νέα προσπάθεια

Έφυγε από τον ένα κάβο και τράβηξε πιο νότια, στην μέση της διαδρομής έκοψε ταχύτητα και έσβησε τον κινητήρα. Άφησε την βάρκα να την παρασύρει το επιφανειακό ρεύμα της θάλασσας. Το ηλεκτρονικό όργανο του έδειξε ένα ισοβαθές 50 μέτρα. Καθώς η βάρκα προχωρούσε σιγά, έβλεπε πως το όργανο σε εκείνο το σημείο παρουσίαζε αυξομείωση του βάθους κατά 1 μέτρο περίπου. Δεν βιάστηκε να ρίξει το δόλωμα παρά άφησε την βάρκα να συνεχίζει την αργή πορεία της, παρακολουθώντας την οθόνη του βυθομέτρου. Μετά από λίγο η αυξομείωση σταθεροποιήθηκε με ελάχιστη διαφορά. Υπέθεσε πως είχε περάσει πάνω από φρύδια μέσα σε άμμο ή πολύ χαμηλούς βράχους.

Κοίταξε την στεριά, το βουνό που έβλεπε δεν ήταν χωμάτινο σκεπασμένο από μικρούς θάμνους, αλλά κάθε τόσο δημιουργούσε μικρούς γκρεμούς. Ήταν εύκολο και σύγχρονος πολύ βολικό για τον ίδιο, να φανταστεί πως ο πυθμένας όντος είχε βράχους μέσα στην άμμο. Πολλοί λένε ότι η εικόνα ενός βουνού που καταλήγει στην θάλασσα, είναι παρόμοια και στον βυθό. Κι αν κάτι τέτοιο δεν ισχίει, τουλάχιστον του έδινε κουράγιο και πίστη πως εκεί, ίσως κάτι να έπιανε. Διάλεξε μια σιλικόνη με ιδιότροπο σχήμα και έντονο χρώμα. Την έριξε στο βυθό περιμένοντας να γίνει το θαύμα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μονολογούσε και επαινώντας το άψυχο ομοίωμα, πως αυτό είναι το καλύτερο, του ζητούσε να του φέρει πίσω ψάρι. Το μολύβι των εκατό γραμμαρίων έφτασε στο βυθό το σήκωσε λίγο κάνοντας μια μανιβελιά. Ύστερα το κράτησε ακίνητο. Είχε καταλάβει πως καθώς το δόλωμα ακολουθούσε πίσω του, λειτουργούσε άψογα με την ελάχιστη ταχύτητα που έσπρωχνε το ρεύμα την βάρκα του.

Δεν χρειαζόταν καν να το ανεβοκατεβάσει. Ωστόσο η έμπνευση της στιγμής τον οδήγησε σε μια διαφορετική κίνηση. Σήκωνε το δόλωμα μα δεν το άφηνε ξανά να πέσει το κρατούσε για λίγο σε άλλο πιο ψηλό επίπεδο. Μετά το εξαφάνιζε τελείως σηκώνοντας το, πολύ ψηλά κι ύστερα το άφηνε να ξανακατέβει κοντά στο βυθό. Κι όλο αυτό γινόταν, πότε με πιο μεγάλη ταχύτητα απελευθέρωσης και πότε με πιο μικρή. Όσο αργούσε να χτυπήσει το ψάρι, παρατηρούσε την κορυφογραμμή της στεριάς. Φανταζόταν πως αν αυτός ήταν ο βυθός, τι πορεία θα ακολουθούσε το ψεύτικο δόλωμα, έτσι ώστε να παρακινήσει την περιέργεια ενός αρπαχτικού ψαριού. Τότε το ψάρι θα σηκωνόταν από τον βυθό και θα έκανε αστραπιαία επίθεση στο δόλωμα ή θα μπορούσε να το ακολουθεί αρκετή ώρα, μέχρι την στιγμή που το ψεύτικο πάει να εξαφανιστεί και εκείνη την στιγμή να του επιτεθεί.. Έτσι πέρασε αρκετή ώρα και κανένα ψάρι δεν έκανε την επιθυμητή κίνηση. Σκέφτηκε να ξαναπιάσει τον τόπο από την αρχή και να ξανακατέβει με το ρεύμα… Μα το ξανασκέφτηκε.

Ήδη είχε κάνει αναγνώριση σε ένα μικρό κομμάτι και ίσως θα ήταν καλύτερα να έψαχνε και πιο κάτω τον βυθό, όπου το βουνό στην στεριά δεν άλλαζε εικόνα. Το έπραξε και μόλις πέρασε τον επόμενο κάβο έσβησε και πάλι τον κινητήρα και περίμενε το όργανο να ανακτήσει την εικόνα βυθού. Αυτή ήταν ίδια, με διαφορά την αύξηση του ολικού βάθους, κατά 5 περίπου μέτρα. Υπήρχε και εκεί αυξομείωση όχι όμως τόσο έντονη. Υπέθεσε πως εκεί, αν υπήρχαν βράχοι ίσως ήταν ο ένας πιο μακριά από τον άλλον. Δεν άλλαξε χρώμα και σχήμα στο δόλωμα που χρησιμοποιούσε. Αυτή την φορά όμως ανεβοκατέβαζε αργά την σιλικόνη, απομακρύνοντας την από το βυθό έως και 7-8 μέτρα περίπου. Σε ένα κατέβασμα του δολώματος, το καλάμι λύγησε μέχρι κάτω. Η πρώτη κόντρα του ψαριού ήταν έντονη και η δεύτερη ακόμα πιο έντονη και πιο κοφτή. Λες και δεν τραβούσε προς μια κατεύθυνση αλλά έτρεχε δεξιά και αριστερά πάνω ή κάτω. Σε μια στιγμή το έχασε τελείως, του κόπηκαν τα πόδια νόμισε πως του έφυγε. Μα σύντομα η ψυχή του γύρισε στην θέση της, όταν κατάλαβε πως το ψάρι ήταν ακόμα πάνω.

Κάθε τόσο του έπαιρνε νήμα κι ένιωθε στο καλάμι που κρατούσε κάτι σαν φτερούγισμα. Τότε πίστεψε πως δεν ήταν μαυρόψαρο αλλά άλλου είδους. Και τι δεν θα έδινε, για να βρίσκεται στην άλλη άκρη του καλαμιού μια όμορφη συναγρίδα. Πόσα παρακάλια έκανε στο Ύψιστο να μην την χάσει, να μην ξε-αγκιστρωθεί σαν το άλλο, που σίγουρα ήταν άλλης ράτσας. Το μαύρο ψάρι στα μισά παραδίδεται, ετούτο όμως έχει φτάσει ψηλά από τον βυθό κι όταν αγρίευε χτυπιόταν με την ίδια ταχύτητα και τις ίδιες κοφτές κινήσεις. Εκείνο που ήταν πρωτόγνωρο, ήταν το φτερούγισμα που δεν είχε ξανά νιώσει. Η αγωνία στο έπακρο κι η καρδιά να χτυπάει δυνατά. Τώρα δυστυχώς για αυτόν όσο και ψυχραιμία και να προσπαθούσε να επιδείξει, το ψάρι τον είχε παρασύρει σε μια κατάσταση που έτρεμαν τα χέρια του.

Όλες οι θεωρίες περί ψυχραιμίας είχαν χαθεί στο βαθύ μπλε της θάλασσας και κρεμόντουσαν από μια κλωστή. Σαν το νήμα που χάνεται στην άβυσσο και κρατά ενωμένα τον ψαρά και το ψάρι. Το άτιμο μέχρι πάνω δεν σταμάτησε να χτυπά και να του κόβει την ανάσα, έως να το δει να γυαλίζει. Την στιγμή που συνειδητοποιεί το σχήμα, αντιλαμβάνεται πως επρόκειτο για συναγρίδα κι χαρά του είναι τριπλή. Λίγο πριν φτάσει στην επιφάνεια την είδε καθαρά, ήταν συναγρίδα και μάλιστα γερό ψάρι. Βγήκε, είναι πάνω, κι όταν ήρθε κοντά στην βάρκα, είδε τον κλέφτη, το μικρό αγκίστρι που είχε βάλει στην ουρά της σιλικόνης, να είναι καρφωμένο στο άνω χείλος του ψαριού και άκρη άκρη. Μέχρι να την βάλει στην απόχη, του βγήκε η ψυχή, χτυποκάρδισε, μα και πάλι άξιζε τον κόπο για μια τόσο όμορφη συναγρίδα.

Το ψάρεμα τελείωσε

Στον γυρισμό την ώρα που ταξίδευε με το φουσκωτό κι ώσπου να φτάσει την γλίστρα, από όπου έριχνε και έβγαζε την βάρκα από το νερό, είχε την δύση κατά μέτωπο. Σε αυτό το ηλιοβασίλεμα αντίκρισε σαν μαγική εικόνα τα χρώματα του ψαριού που είχε πιάσει. Τα είδε με τα ίδια του τα μάτια στον ουρανό. Κοντά και γύρω από τον ήλιο το κόκκινο, το πορτοκαλί, το ροζ, το κίτρινο. Πιο μακριά το αστραφτερό γαλάζιο, το μπλε στον ορίζοντα, που σταδιακά άρχιζε να σκουραίνει καθώς ο ήλιος έδυε και το φως χανόταν. Τι ευτυχία, πόσο ικανοποίηση του είχε δώσει εκείνο το ψάρι; Αμέτρητη όπως και οι ώρες που είχε φάει στην θάλασσα για να περιμένει να χτυπήσει το δόλωμα του. Σε λίγο θα βρισκόταν και πάλι κοντά στην οικογένεια του, στην θαλπωρή και την ασφάλεια που του χαρίζει η οικία του. Θα είχε ένα λόγο να πει στους δικούς του, που για αυτόν είχε διαφορετική αξία. Σήμερα στην θάλασσα μου έφυγε ένα ψάρι, μα στο τέλος κατάφερα να πιάσω μια όμορφη, γερή συναγρίδα…

ΚατηγορίαΕΙΔΗ ΨΑΡΙΩΝ
Print
Back To Top