Κώστας Λυκογεώργος (Σκούκιος)


Οι Έλληνες ψαρεύουν παντού! Αρκεί να’χει θάλασσα...

του Νίκου Χανιώτη

  • Αρθρογράφος: Natex Media
  • Αριθμός προβολών: 15372
  • 0 Σχόλια
Οι Έλληνες ψαρεύουν παντού!  Αρκεί να’χει θάλασσα...

Ησυχία δεν έχουν οι Έλληνες ψαράδες! Όπου και αν βρεθούν, σε οποιεσδήποτε συνθήκες, έτσι και μυρίσουν θάλασσα, κάτι φαίνεται να τους ξυπνάει μέσα τους και τρώγονται και πάλι στο πώς και στο τι θα σκαρώσουν για να βρεθούν κοντά της, έστω και για λίγο. Ένα πράγμα μυστήριο, λες και έχουμε στερηθεί τη θάλασσα στη χώρα μας, λες και δεν μπορούμε να κάνουμε μακριά της ούτε λεπτό.

Ίσως να μην μπορούμε τελικά. Εκεί κατέληξα, ύστερα από σχεδόν δύο χρόνια παραμονής για δουλειά σε ένα απομονωμένο νησί στον Περσικό Κόλπο, 70 μίλια από το Άμπου Ντάμπι. Θέλεις το μεράκι; θέλεις η αγάπη μας για αυτή και τα παιδιά της; οι ρίζες μας οι θαλασσινές και η νησιώτικη καταγωγή; Θέλεις η νοσταλγία της πατρίδας; Πάντως κάτι δυνατό ήταν και εκεί, ακόμα και εκτός συνόρων, που σε τσιγκλούσε τα απογεύματα μετά την δουλειά να πάς να την αναζητήσεις, να τη μυρίσεις, να έρθεις κοντά της, να κάνεις τον κόσμο άνω κάτω να βρείς τριχιές να πάς στα ψάρια, που έλεγε και ο παππούς μου. Και τι τριχιές, σαμαροτριχιές που μας έδιναν στην αρχή οι ναύτες από τις μπάρτζες, με 1 – 2 αγκίστρια θηρία, που τα φυλάγαμε ως κόρη οφθαλμού γιατί έτσι και σκάλωναν πουθενά, άλλα δεν είχε. Που να το φανταζόταν κανείς πως θα βρεί λέει ψάρια στην αραπιά, να πάρει κοντά και τις πετονιές.

Πραγματικά λες και ζούσε κανείς σε άλλη εποχή, τουλάχιστον 50 χρόνια πίσω, όπως εκείνες οι ψαράδικες ιστορίες των παππούδων μας όταν πήγαιναν στο ψάρεμα με υποτυπώδη εργαλεία, χοντρές πετονιές και αγκίστρια και ένα καλάθι για να βάζουν τα ψάρια και το δόλωμα, χωρίς πολλά πολλά μπιχλιμπίδια όπως κάνουμε σήμερα. Ο τόπος παρθένος, πετονιές δεν ήξερε. Μια μισινέζα στο χέρι 80 νούμερο, ένα χοντρό αγκίστρι δεμένο στην άκρη της και από βαρύδια ότι βρίσκαμε, μέχρι και μπουλόνια ή βίδες από το συνεργείο του εργοταξίου! Και δώστου στα ψάρια πριν βουτήξει ο ήλιος και χαθεί το φώς. Τρέλα λέμε και πείσμα πως θα ανακαλύψουμε τον τόπο τον άγνωστο και τα ψάρια του τα παρθένα.

Και από δολώματα; Ούτε που μπορεί να φανταστεί κανείς τι σκαρφιζόμασταν. Εκτός από τα πιο κλασικά, όπως πεταλίδες ή γαρίδες κατεψυγμένες, εξοικονομούσαμε από το μεσημεριανό φαγητό κοτόπουλο ή κρέας, ακόμα και σε κομμάτια αγκουριού είχαμε πάρει ψάρι. Παμφάγα λέμε! Αν έπεφτες μέσα θα τρώγανε και σένα ολόκληρο! Δεν λογαριάζανε τίποτα και δεν σκιάζονταν από τίποτα. Η διεκδίκηση της «εύκολης» τροφής και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, σε συνδυασμό με την ανύπαρκτη επιφυλακτικότητα στο ψαράδικο εργαλείο, βλέπεις άγνωστο στα μάτια τους, νόμιζες ότι τα έκαναν να πέφτουν στις πετονιές σαν τυφλά. Αφού πολλές φορές σκόπιμα έβαζες μικρότερο δόλωμα σε σχέση με το αγκίστρι για να παρατηρήσεις την συμπεριφορά τους, αλλά αυτά συνέχιζαν σχεδόν απτόητα.

Τα ψάρια και τα χαρακτηριστικά τους παρόμοια με τα αντίστοιχα της Μεσογείου. Οι Fasker, όπους τους λένε, μοιάζαν αντίστοιχα με το σαργό και την τσιπούρα, με πολύ έντονα κίτρινα πτερύγια και ουρά, δυνατά σαγόνια και σκληρούς τραπεζίτες. Τα Sherri μοιάζουν περισσότερο στην συναγρίδα, διατηρώντας ίδια και την βιαιότητα των χτυπημάτων της αλλά και την μοναχικότητα του ψαριού αυτού. Επίσης, τα Hammour ή «οι ροφοί της ξενιτιάς» όπως μου άρεσε να τους λέω, προτιμούσαν ακόμα και εκεί πάντα το ζωντανό δόλωμα, με βίαια χτυπήματα και γρήγορα βραχώματα, συνήθειες της οικογενείας τους ίδιες και απαράλαχτες ακόμα και μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακρύτερα από τα Ελληνικά νερά. Και απο νοστιμιά, μόνο ο ροφός μπορούσε να συναγωνιστεί τον δικό μας, ενώ τα υπόλοιπα ήταν αρκετά πιο άνοστα.

Με τον καιρό, ύστερα από ένα χρόνο σχεδόν και ενώ ολοκληρωνόταν η κατασκευή του λιμενοβραχίονα στο νησί, όλο και πλήθαιναν οι ψαράδες και μαζί τους και τα εργαλεία που πέφτανε στη θάλασσα σε αυτό τον μικρό τόπο. Μαθεύτηκαν από στόμα σε στόμα οι ψαροσύνες τους. Μια μικρή κοινωνία βλέπεις εκεί. Παρατηρούσε κανείς σιγά σιγά ότι τα ψάρια λιγόστευαν αισθητά. Εκεί που στην αρχή δεν ήξερες που να τα βάλεις και δεν προλάβαινες να νετάρεις την αρματωσιά, γυρνούσες σπίτι με 3-4 ψάρια μόνο. Γίνανε παράλληλα και πολύ πιο επιφυλακτικά στα εργαλεία αλλά και επιλεκτικά στα δολώματα. Οι 80άρες μισινέζες με τα χοντρά αγκίστρια δεν δούλευαν πια και αντικαταστάθηκαν από πιο ψιλά εργαλεία και περισσότερα στον αριθμό. Εκεί που χτυπούσαν σχεδόν σε οτιδήποτε τους έριχνες, στο τέλος προτιμούσαν μόνο το ζωντανό ή κάποιο φιλέτο φρέσκου ψαριού. Έβλεπες ότι τα ψάρια ακόμα και σε ένα τόσο παρθένο μέρος με τον καιρό μάθανε να φυλάγονται από τον κίνδυνο, μάθανε το ψαράδικο εργαλείο και τους ανθρώπους, δεν μείνανε ανεπηρέαστα από την ανθρώπινη επέμβαση στο περιβάλλον τους. Όλο αυτό θα μπορούσε να το παρομοιάσει κανείς με το χρονικό κύκλο πολλών ψαρότοπων στην Ελλάδα, συμπτυγμένο σε 2 μόνο χρόνια. Σαν τις ιστορίες με ψάρια και ψαρέματα που ακούμε από τους παλαιότερους και ευχόμαστε να τα είχαμε ζήσει και εμείς τότε.

Όπως και να είχε, οι ψαροσύνες δώσανε και πήρανε φωτιά χαρίζοντας αλυσμόνητες εμπειρίες και ψάρια εκεί που κανείς δεν το περίμενε, σαν μια «σανίδα σωτηρίας» μακριά από την πατρίδα. Το ψαράδικο μεράκι το Ελληνικό στάθηκε ακόμα και εκεί ακλόνητο, δίνοντας την ελπίδα ότι όπου και αν βρεθούμε και έχει θάλασσα, θα την βρούμε εμείς την άκρη... Ελλήνων ψαράδων καμώματα...ακόμα και εκτός συνόρων!!!

ΚατηγορίαΨΑΡΕΜΑ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Print
Back To Top