Γιώργος Καρακολίδης

Γεννήθηκε στις Σέρρες τον Μάρτιο του 1980 και εργάζεται στην Πολεμική Αεροπορία ως ηλεκτρονικός. Σε μια πόλη μακριά από την θάλασσα, δεν είχε καμία ψαρευτική επαφή με αυτήν έως ότου το 2008 γνώρισε την σύζυγο του Γιώτα Κεραμιδάρη, η οικογένεια της οποίας διατηρεί κατάστημα με είδη αλιείας . Η πρώτη επαφή ήταν σε τεχνικές από βάρκα, κυρίως συρτή βυθού με μολύβι φύλακα.

Η επιμονή και η τελειομανία που τον διακατέχει τον οδήγησαν σύντομα σε μεγάλες ψαρευτικές επιτυχίες. Μετά από κάποια χρόνια τριβής με την τεχνική η δυσκολία εύρεσης ζωντανών δολωμάτων σε συνδυασμό με την χιλιομετρική απόσταση από τον τόπο κατοικίας τον οδήγησαν να πειραματιστεί με τα τεχνητά δολώματα τα οποία πολύ γρήγορα τον κέρδισαν. Ασχολήθηκε αρχικά με το inchiku και το slow jigging, αλλά την καρδιά του έκλεψαν οι σιλικόνες και το tai rubber. Έχει αρθρογραφήσει κατά καιρούς σε ελληνικά περιοδικά ψαρέματος και στα πλαίσια της ενίσχυσης της οικογενειακής επιχείρησης, διατηρεί ένα πλούσιο ψαρευτικό κανάλι στο YouTube.


Jigging. Αναζητώντας τα ψάρια σε διάφορα βάθη.

Του Αντώνη Λαγουταρέλλη

Jigging. Αναζητώντας τα ψάρια σε διάφορα βάθη.

Το Jigging, είναι μία τεχνική που από την φύση της απαιτεί αρκετές ώρες ψαξίματος για να εντοπίσουμε τα ψάρια. Θα πρέπει να παρατηρούμε προσεκτικά το κάθε σημείο το οποίο ψαρεύουμε, χωρίς όμως να κολλάμε μόνο σε αυτό. Η κλασική απορία που περιτριγυρίζει όποιον μπλέξει με την μεγάλη περιπέτεια που λέγεται Jigging, είναι με το κατάλληλο βάθος δράσης που έχει αυτή η τεχνική.

Ένα φαινόμενο που παρατηρείται από τους περισσότερους, είναι να κολλάνε στα γνωστά βάθη (50-60) μέτρα, χωρίς να σκέφτονται ότι το βάθος των ψαριών επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες όπως, οι θερμοκρασίες, τα ρεύματα και κυρίως ψάχνοντας αποδοτικές περιοχές για να κυνηγήσουν. Όπως καταλαβαίνετε δεν υπάρχει συγκεκριμένο βάθος που θα θεωρείτε ως ιδανικό, οπότε αυτό που θα πρέπει να καταλάβουμε να αναζητούμε τα ψάρια συνεχώς, σε διάφορά βάθη, δοκιμάζοντας σε συγκεκριμένα σημεία που δείχνουν ενδιαφέρον και όχι στην τύχη κουράζοντας το σώμα μας δίχως λόγο.

Στα ρηχά

Η ιδέα να δοκιμάσουμε σε βάθη μικρότερα των 40 μέτρων, βρίσκει τους περισσότερους αρνητικούς, αφού έχει σχηματιστεί μια εντύπωση ότι πρόκειται για ένα είδος ψαρέματος που αποδίδει σε βαθιά νερά άνω των 40 μέτρων. Αυτό είναι κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει, αφού σε βάθη από τα 10 έως και 30 μέτρα υπάρχει μία μεγάλη ποικιλία ψαριών τα οποία μπορούμε να συναντήσουμε. Μικρά μαγιάτικα, λούτσοι, παλαμίδες και άλλα μικρότερα αρπακτικά των μεσόνερων, που μπορεί να μην μας χαρίσουν την ίδια ικανοποίηση που θα μας δώσει μια συναγρίδα ή ένας ροφός που θα πιάσουμε στα βαθιά, αλλά θα μας χαρίσουν ένα ευχάριστο ψάρεμα. Η μορφή της τεχνικής που θα ακολουθήσουμε σε αυτά τα βάθη, προσαρμόζεται σε αυτή του light jigging, με πιο μαλακά καλάμια και πιο λεπτά νήματα και leader, κατάλληλα να χορέψουν μικρούς πλάνους της τάξεως των 60 έως 100 γραμμαρίων.

Λόγω ότι το βάθος είναι σχετικά μικρό, μια καλή επιλογή σε τύπο τεχνητών, είναι να χρησιμοποιήσουμε πλάνους με αργό βύθισμα, ώστε να κερδίσουμε χρόνο από το αργό κατέβασμα, όπου έχουμε τις περισσότερες πιθανότητες να πιάσουμε κάτι στα μεσόνερα. Μία καλή επιλογή χρωμάτων, είναι τα τεχνητά που προκαλούν αντανακλάσεις, με αποχρώσεις, μπλε, πράσινο και μαύρο, που σε συνδυασμό με το αρκετό φως που υπάρχει σε αυτά τα βάθη, θα παρομοιάζουν τραυματισμένα μικρόψαρα. Το ψάρεμα σε τέτοια σημεία, θα γίνει εφόσον πρώτα βυθομετρήσουμε την περιοχή που θέλουμε να ψαρέψουμε και αφού κάνουμε την αρχική αναγνώριση, πηγαίνουμε αντίθετα στο ρεύμα ή τον άνεμο ανάλογα με το ποιο έχει μεγαλύτερη ένταση. Ξεκινάμε να ψαρεύουμε καθώς το σκάφος παρασύρεται αργά, ενώ δεδομένου του μικρού βάθους εννοείται ότι ο κινητήρας του σκάφους θα πρέπει να είναι σβηστός. Και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να επικρατεί καλός καιρός για να εφαρμόσουμε αυτό το ψάρεμα, ώστε το σκάφος να μην παρασύρεται με μεγάλη ταχύτητα.

Σε μεσαία βάθη  

Τέτοια βάθη μπορούν να θεωρηθούν αυτά που κυμαίνονται από τα 40 έως τα 70 μέτρα, βάθη στα οποία συναντάμε και την μεγαλύτερη ποικιλία θηραμάτων για αυτό το είδος ψαρέματος όπως, ροφοί, συναγρίδες, στήρες και άλλα ψάρια. Στα μεσόνερα πολλές φορές θα βρούμε και μαγιάτικα μεσαίου μεγέθους σε μορφή μικρών κοπαδιών, αλλά και μεμονωμένα μεγαλύτερα ψάρια του είδους. Ενώ σε περιοχές με βράχια και λάσπη, ανάλογα την εποχή θα βρούμε και μικρά τσαούσια. Πρόκειται για το πιο πολυδύναμο στρώμα νερού, ένας ορισμός που ασφαλώς και δεν είναι τυχαίος, αφού έχουν καταγραφεί αρκετές συλλήψεις. Στα συγκεκριμένα βάθη αξίζει να ασχοληθούμε περισσότερο και να ψάξουμε καλύτερα το βυθό, ώστε να είμαστε πιο σίγουροι για τα σημεία που θα κατεβάσουμε τον πλάνο μας. Αυτό που θα πρέπει να προσέξουμε, είναι να μπορούμε να καθορίσουμε το σημείο που θα κατεβάσουμε τον πλάνο μας. Λόγω του βάθους και του χρόνου που απαιτείται για να φτάσει στο βυθό, θα πρέπει να υπολογίσουμε τα ρεύματα και τον αέρα που πιθανόν να υπάρχουν ώστε να μπορέσουμε να μείνουμε κάθετα πάνω από το σημείο που έχουμε εντοπίσει. Οι πλάνοι που θα χρησιμοποιήσουμε θα έχουν βάρος από τα 120 έως και τα 200gr, ενώ λαμβάνοντας υπόψη ότι σε αυτό το βάθος δεν υπάρχει πολύ έντονο φως, θα επιλέξουμε φωτεινές αποχρώσεις όπως ροζ, γαλάζιο, πράσινο και άλλα.

Στα βαθιά    

Υπάρχουν εποχές που οι υψηλές θερμοκρασίες, σπρώχνουν την «ζωή» μαζί και τα αρπακτικά σε μεγαλύτερα βάθη. Μιλάμε για στρώματα νερού από τα 70 έως και τα 100 μέτρα, που θεωρείται από τα μεγάλα βάθη για αυτή την τεχνική. Το ψάρεμα σε τόσο βαθιά νερά, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί κανόνα, ότι θα συναντήσουμε μαγιάτικα και συναγρίδες, ή κάποιο ξεχασμένο από το θεό ψάρι. Θα υπάρχουν πολλές φορές που ανεπιθύμητοι επισκέπτες όπως οι σπάθες θα σημαδέψουν τους πλάνους με τα αιχμηρά τους δόντια και θα μας χαλάσουν το ψάρεμα. Ειδικά αν είναι μεγάλες θα ταλαιπωρηθούμε αρκετά να τις σηκώσουμε από τόσο μεγάλο βάθος. Οι δυσκολίες που παρουσιάζονται είναι αρκετές, αφού απαιτείται πιο δυνατός εξοπλισμός με πιο σκληρά καλάμια και κατά συνέπεια τεχνητά με μεγαλύτερο βάθος, μία κατάσταση που θα ταλαιπωρήσει κάποιον που δεν «τζιγκάρει» συχνά.

Για αυτό το λόγο το σημείο δράσης του τεχνητού, περιορίζεται στα 15 με 30 μέτρα πάνω από το βυθό. Έτσι με αυτό τον τρόπο ο κόπος να μαζέψουμε το δόλωμα μέχρι την επιφάνεια, αντιμετωπίζεται μόνο όταν η κλίση του νήματος είναι τέτοια που δεν επιτρέπουν το κατακόρυφο ψάρεμα. Επόμενο είναι λοιπόν, σε αυτή την περίπτωση ο καιρός, αλλά και τα ρεύματα θα πρέπει να είναι σύμμαχοι στην προσπάθεια μας και να μας επιτρέπουν να ανεβοκατεβάσουμε τουλάχιστον 5-6 φορές το δόλωμα, πριν αναγκαστούμε να το φέρουμε στην επιφάνεια, διαφορετικά το ψάρεμα γίνεται πάρα πολύ κουραστικό. Για αυτό θα πρέπει να προσεγγίσουμε καλύτερα σημεία που παρουσιάζει ενδιαφέρον ο βυθός και να αποφύγουμε το φαινόμενο, που το τεχνητό μας ξεκινάει με προορισμό στο σημείο Α και καταλήγει στο Β. Το βάρος των τεχνητών που θα χρειαστούμε μπορεί να φτάσει και τα 350 γραμμάρια, ενώ αν λάβουμε υπόψη το λιγοστό φως που υπάρχει, θα επιλέξουμε τεχνητά με έντονους χρωματισμούς, όπως επίσης και φωσφόρου, όπου έχουν δείξει πολύ καλά αποτελέσματα.     

ΚατηγορίαΤΕΧΝΙΚΗ
Print
Back To Top