Λεωνίδας Δραπανιώτης

Γόνος αθηναίου πατέρα και πειραιώτισσας μάνας, ο Λεωνίδας Δραπανιώτης γεννήθηκε στην Αθήνα τις 27 Μαΐου του 1968. Ξεκίνησε το ψάρεμα επιφανείας από το σκάφος πριν από δύο χρόνια, μετά από σημαντική βοήθεια του έμπειρου Άκη Τηνιακού, που τον συμβούλεψε πως να στήσει τον πρώτο του εξοπλισμό. Έστω κι αν δεν υπάρχει υποβρύχια εικόνα - μιας και είναι έμπειρος ψαροκυνηγός και αρθρογράφος και στον ΒΥΘΟ -  σε αυτό τον τρόπο ψαρέματος, η μάχη με το ψάρι τον ικανοποιεί σε υπερθετικό βαθμό. Με πολύ ενδιαφέρον και ζήλο προσπαθεί να εξελίξει το ψάρεμα με σιλικόνη και με μολύβι - φύλακα, χρησιμοποιώντας «ζωντανό».

Ψαρεύει συνήθως στα παράλια της Αττικής και στοχεύει σε ένα από τα πιο ποιοτικά θηράματα, την σφυρίδα. Η δύναμη της όταν προσπαθεί να την σηκώσει από τον βυθό στα πρώτα μέτρα, τον κάνει να αισθάνεται την απόλυτη αναμέτρηση ανάμεσα στον θηρευτή και στο θήραμα. Στο περιοδικό «Ψάρεμα με Σκάφος» εμφανίστηκε το 2019, προσπαθώντας να μεταβιβάσει τις εμπειρίες του στους αναγνώστες. Παρόλο το «βρεφικό ψαρευτικό βίο», με ένα υποτυπώδες ηλεκτρονικό όργανο, έχει νιώσει αρκετές φορές την δύναμη του ψαριού, που του τραβά το καλάμι μέχρι κάτω. Δύσκολα ξεχνά την στιγμή τις αναμέτρησης, όσος καιρός κι αν περάσει. Κι αυτός είναι ένας λόγος ακόμα, που τον κρατά κοντά στην θάλασσα.


Μια νέα αρχή

Του Λεωνίδα Δραπανιώτη

Μια νέα αρχή

Αμέτρητες φορές είχα περάσει από εκείνο το μαγαζί. Πολλές φορές είχα σκεφτεί να μπω μέσα, μα ποτέ δεν το είχα πράξει. Ήμουν περίεργος να δω από κοντά, να πιάσω στα χέρια μου, τα άγνωστα αλιευτικά εργαλεία, που χρησιμοποιούν οι ψαράδες επιφανείας. Ήθελα να δοκιμάσω και εγώ την τύχη μου, με ένα νέο τρόπο ψαρέματος. Ωστόσο γνώριζα πως όντως έχουν πιαστεί αξιόλογα ψάρια, με ψεύτικα δολώματα. Όταν τελικά πέρασα την πόρτα τού μαγαζιού και τα είδα από κοντά, μόνο γέλωτα μου προκάλεσαν. Καθώς γνωρίζω την πονηριά των ψαριών, σκέφτηκα πως αποκλείεται τα «δικά μας ψάρια», να ξεγελαστούν από ένα τέτοιο ομοίωμα. Ίσως μόνο, σε ένα μακρινό ωκεανό. Εδώ στα δικά μας νερά, τα ψάρια δεν πιάνονται με αυτές τις «χαζομάρες»...

Back To Top