Σιλικόνες - Μεγάλες σφυρίδες με τους όρους της θάλασσας

του Λεωνίδα Δραπανιώτη

Σιλικόνες - Μεγάλες σφυρίδες με τους όρους της θάλασσας

Δεν περίμενε να ζήσει τόσο έντονες στιγμές, ψαρεύοντας με καλάμι από την βάρκα. Δεν φανταζόταν το χτυποκάρδι που θα τον έπιανε, την ώρα που πάλευε να σηκώσει το «μαυρόψαρο» από τον βυθό, πριν προλάβει να βραχώσει. Δεν πίστευε πως με ένα ομοίωμα ψαριού φτιαγμένο από σιλικόνη, θα πιάνει τόσο καλά ψάρια. Είναι ευγνώμων στην θάλασσα, που του χάρισε αξέχαστες στιγμές.

«Το ψάρι, μια μορφή της θάλασσας»

Στο απάνεμο μικρό λιμανάκι, όλα φαίνονται εύκολα και βολικά, όμως όταν ανοιχτείς στο πέλαγος τα πράγματα αλλάζουν. Το κύμα της θάλασσας δυσκολεύει την κάθε κίνηση του ψαρά, μέσα στην μικρή βάρκα. Ωστόσο γνώριζε εκ των προτέρων πως με την φουσκοθαλασσιά και τον πιο έντονο κυματισμό, μπορεί να κουραζόταν, θα κρύωνε περισσότερο, όμως θα είχε και περισσότερες ελπίδες να ξεγελάσει ένα καλό αρπακτικό ψάρι. Στα μέρη που θα ψάρευε έβαλε στόχο δύο είδη ψαριών. Την σφυρίδα και την μικρότερη σε μέγεθος στήρα. Με προοπτική όλα τα πάρα πάνω, άνοιξε τον κρίκο με το πενσάκι και ένωσε με το στριφτάρι που είναι δεμένο στο τέλος του παράμαλλου, ένα ψεύτικο ψαράκι φτιαγμένο από σιλικόνη. Το παρατηρούσε πόσο τέλεια ήταν κατασκευασμένο κι εκείνη την στιγμή, πίστεψε πως μπορεί να του φέρει ψάρι. Έριξε στο νερό το ψεύτικο κι αυτό άρχισε να βυθίζετε αργά, κάνοντας κύκλους. Το υποτυπώδες όργανο που έχει στην βάρκα έδειχνε 60 μέτρα. Κρατούσε το καλάμι και περίμενε να νιώσει την μολυβοκεφαλή να χτυπήσει στο βυθό. Είχαν ξετυλιχτεί τέσσερα διαφορετικά χρώματα από το νήμα, δηλαδή 40 μέτρα κι ενώ το κύμα έσπρωχνε την βάρκα, συνέβη κάτι περίεργο που δεν είχε ξαναδεί. Το νήμα δεν χανόταν καθώς το μολύβι βυθιζόταν, παρά για λίγο έμεινε στην επιφάνεια και σχημάτισε δυο κύκλους.

Κοίταξε το βυθόμετρο, έδειχνε και πάλι 60 μέτρα. Έβαλε τον αντίχειρα πάνω στην μπομπίνα του μηχανισμού και σήκωσε λίγο το καλάμι. Ένα χτύπημα σαν «κλωτσιά» το τράνταξε. Ασφάλισε κι έκανε μία δύο γρήγορες μανιβελιές. Είχε πιαστεί ψάρι!!! Γερό ψάρι και «κλωτσούσε» σαν να ήταν σφυρίδα!!! Μπερδεύτηκε κι απόρησε. Το ψάρι χτύπησε το δόλωμα πολύ ψηλά από τον βυθό… Ωστόσο δεν έμενε χρόνος για να σκεφτεί με την άνεσή του. Το ψάρι αγωνιζόταν να σωθεί και τραβούσε με δύναμη. Συγκεντρώθηκε στον «αγώνα επιβίωσης» ανάμεσα στο θηρευτή και στο θήραμα. Για αυτή την συγκεκριμένη φάση του ψαρέματος νιώθει πολύ υπερήφανος, αφού με πρωτόγνωρη ωριμότητα και μαεστρία, φρέναρε το ψάρι όταν του ξετύλιγε το νήμα από το καρούλι. Όλα έδειχναν ότι είχε πιαστεί σφυρίδα. Απορρόφησε γλυκά και τα τρία δυνατά κατεβάσματα του ψαριού και σιγά, σιγά, το έφερνε στην επιφάνεια. Μετά από λίγο το ψάρι ανήμπορο να βυθιστεί ξανά, βρισκόταν πάνω και πιο πίσω από την βάρκα, καθώς την έσπρωχνε το κύμα…

Με την πρώτη ριξιά

Με την πρώτη ριξιά και έπιασε σφυρίδα. Προς στιγμήν, ένιωσε μια υπερηφάνεια καθώς πίστεψε πως πλέον τα ψάρια, δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν στην τέχνη του, που ακόμα βρισκόταν σε «βρεφική ηλικία». Ο «θρίαμβος» ήταν μεγάλος, κατά κάποιο τρόπο επισκίασε την εύνοια της θάλασσας. Ωστόσο, θα ήταν αγνώμων, αν έκρυβε τρία μεγάλα αβαντάζ, που του έδωσε απλόχερα η θάλασσα. Η σφυρίδα χτύπησε το δόλωμα πολύ ψηλά από τον βυθό, έτσι είχε αποφύγει εντελώς τον κίνδυνο να του βραχώσει, από το πρώτο κιόλας τράβηγμα. Καθώς το ρεύμα τραβούσε την βάρκα, το ψάρι είχε διαρκώς την τάση να απομακρύνεται από τον βυθό. Από καθαρή τύχη, έριξε το ψεύτικο «μέσα στο στόμα» της. Το ηλεκτρονικό όργανο δεν είχε την ικανότητα να του δείχνει την ύπαρξη ψαριών. Ήταν πολύ τυχερός και τίποτα άλλο…

«Μια αξέχαστη στιγμή»

Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσα ψάρια κι αν ανέβουν στην βάρκα του, ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσει αυτή την μέρα. Ο λόγος προφανές. Μέχρι σήμερα δεν έχει πιάσει με αγκίστρι μεγαλύτερο ψάρι...

Ξεκίνησε για να ψαρέψει μια ηλιόλουστη μέρα, με πολύ καλές συνθήκες. Έβαλε στόχο ένα πιο μακρινό μέρος από αυτά που ψάρευε κάθε φορά. Πίστευε πως εκεί, θα ψαρεύουν λιγότεροι και ίσως είχε μια καλύτερη τύχη. Το ταξίδι με το φουσκωτό έγινε άνετα και σχετικά γρήγορα. Στην διαδρομή η σκέψη του οργίαζε, φανταζόταν πως σήμερα θα ήταν η μέρα του. Ωστόσο η διαδικασία του ψαρέματός θα ήταν η ίδια και δεν θα άλλαζε σε κάτι. Ψάρεμα με ψεύτικα κοντά στις ακτές. Έστω κι αν έβλεπε βάρκες στα ανοιχτά να ψαρεύουν με καλάμι, αυτός δεν μπορούσε να το κάνει για τον απλούστατο λόγο. Στερούταν ποιοτικό ηλεκτρονικό όργανο κι όσες φορές το επιχείρησε, δεν έπεφτε σε καλό μέρος.

Άλλο ψάρι εκτός από δράκαινες και αποκρουστικούς σκαρμούς δεν έπιανε. Έφτασε στον προορισμό του κι ανοίχτηκε από ένα κάβο στα 50-60 μέτρα. Έριξε την σιλικόνη στο νερό, περιμένοντας να κυλήσει μια πιο αποδοτική μέρα. Σε εκείνο το πρώτο μέρος που πήγε, δεν έπιασε ψάρι, πέρασε τον ενδιάμεσο κόλπο και στην επόμενη έντονη προεξοχή της στεριάς, ξαναέριξε το ψεύτικο δόλωμα. Ανέβαζε και κατέβαζε την σιλικόνη. Κι από ψάρι; Ούτε λέπι! Το πρωί που ξεκίνησε ένιωθε πως θα είχε μια πιο αποδοτική μέρα, μα καθώς η ώρα περνάει, αναθεωρεί τις σκέψεις του. Αν η θάλασσα δε είναι με το μέρος του, υπέρ του, τότε δεν πρόκειται να πιάσει ψάρι... Άλλαζε και ξανά άλλαζε τα ομοιώματα, έριχνε και ξανά έριχνε σε διαφορετικά σημεία, τίποτα όμως δεν γινόταν. Εκεί που ήταν σίγουρος πως θα έπιανε ψάρι και όχι μόνο ένα, έμεινε άψαρος. Η ώρα είχε περάσει κι όπως έδειχναν τα πράγματα, μάλλον θα γυρνούσε πίσω άδειος. Ήταν ο τελευταίος κάβος στην πορεία που είχε υπολογίσει να κάνει. Θα δοκίμαζε κι εκεί, μετά θα έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού, είτε έπιανε είτε δεν έπιανε ψάρι.

Σταμάτησε την βάρκα πιο ανοιχτά από εκείνον τον κάβο. Το βυθόμετρο του έδειξε 55 μέτρα. Καθώς τον έσπρωχνε το ρεύμα προς το πέλαγος, ο πυθμένας φαινόταν στην ψηφιακή οθόνη ίσιος, με μικρά ανεβοκατεβάσματα τον 20- 30 περίπου εκατοστών. Όμως πιο πέρα, κοιτάζει με έκπληξη το βυθόμετρο που έδειχνε το ανάγλυφο του βυθού να ανεβαίνει και να φτάνει μέχρι τα 48 μέτρα. Ύστερα να παίρνει απότομη κλήση έως τα 60 μέτρα όπου και πάλι ίσιωνε με μέγιστο βάθος τα 63 μέτρα.. Μόλις έφτασε στα βαθιά, ξεπερνώντας και την απότομη κλήση του πυθμένα, μάζεψε το δόλωμα και μετακινήθηκε, με σκοπό να ξανά πιάσει την «πάντα», από την αρχή. Το έπραξε, αλλά κατέβασε διαφορετικό ομοίωμα. Με προσοχή να μην του μπλέξει, ψάρευε κρατώντας την σιλικόνη όσο γινόταν πιο κοντά στον βυθό. Κάπου κοντά στο ανέβασμα του πυθμένα, ένα χτύπημα άνευ προηγουμένου «γονάτισε» το καλάμι του. Αμέσως το τράβηξε κι έκανε δύο, τρεις μανιβελιές. Μα ήταν σαν να βρήκε η σιλικόνη κάτω, σαν να μπλέχτηκε σε πέτρα. Ζόρισε το νήμα τραβώντας το καλάμι με περισσότερη δύναμη και δεν μπορούσε να το μετακινήσει. Η πρώτη σκέψη ήταν αρνητική. Το δόλωμα μάγκωσε στο βυθό σκέφτηκε… Μα ως εκ θαύματός ένιωσε απανωτά χτυπήματα… Τραβάει πάλι το καλάμι με δύναμη και αντιλαμβάνεται πως δεν βράχωσε, αλλά έχει πιαστεί ψάρι. Προσπαθεί να του πάρει νήμα, να το σηκώσει από το βυθό, μα είναι πολύ δύσκολο. Τα χτυπήματα εκείνου του ψαριού δεν τα είχε ξανά νιώσει στο καλάμι που κρατούσε. Το ψάρι με «τιτάνια» δύναμη του ξετυλίγει νήμα. Με τεράστια προσπάθεια και αγωνία που τον έκανε να ιδρώσει, μπόρεσε να το σταματήσει. Μόλις ησύχασε, του πήρε το μισό νήμα από ότι του είχε ξετυλίξει.

Δεύτερη βουτιά από το ψάρι, ακόμα πιο δυνατή. Τα εργαλεία του δοκιμάζονται στο εκατό τις εκατό και αντέχουν το ζόρι. Τα ψάρι κουράστηκε προς στιγμήν και αδρανεί. Ο ψαράς εκμεταλλεύεται το κενό αδράνειας του και παίρνει νήμα, σχεδόν ανακτώντας το χαμένο. Η υποτιθέμενη μάχη μεταξύ θηρευτή και θηράματος, έχει αμφίρροπη εξέλιξη. Προς στιγμήν η ζυγαριά γέρνει προς το μέρος του ψαρά, που σαστισμένος κάνει μερικές ακόμα μανιβελιές. Ξαφνικά νιώθει δυο, τρία, βουβά δυνατά χτυπήματα και το νήμα φεύγει με μεγάλη ταχύτητα από τον μηχανισμό για τρίτη φορά. Ήταν αδύνατον να το συγκρατήσει. Έσφιξε τον αντίχειρα στην μπομπίνα για να το φρενάρει και το δάκτυλο του σχεδόν κάηκε. Το ψάρι όπως όλα δείχνουν είναι μεγάλη σφυρίδα κι από ότι φαίνεται, αδύνατον να πιαστεί. Μετά από λίγο σταματά το τράβηγμα. Μάζεψε τα μπόσικα και με μια συνεχή, αργή, κίνηση, τράβηξε το καλάμι δυνατά, μάταια όμως, το ψάρι είχε βραχώσει…

Με κομμένη την ανάσα εκλιπαρεί την γαλάζια θεά, καθώς χρειάζεται την εύνοια της. Κατάλαβε πως δεν του ανήκει τίποτα, κατάλαβε πως κι αυτός είναι ένα μικρό κομμάτι, μέσα στο βασίλειο της θάλασσας. Πλέον το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να κρατά συνεχώς το νήμα τεντωμένο. Όμως καθώς το ρεύμα σπρώχνει την βάρκα, αφήνει το νήμα με λίγο πιο σφιχτά φρένα, για να μην κοπεί. Η απόσταση αρχίζει να μεγαλώνει και η ιδέα πως μπορεί να πιάσει το ψάρι απομακρύνετε από το νου του. Έβαλε μπρος την εξωλέμβια και με όπισθεν μαζεύει νήμα προσεχτικά για να μην το πάρει η προπέλα, ώστε να φτάσει πάνω από το βραχωμένο ψάρι. Έφτασε από πάνω ήταν λίγο μετά το κεφάλι του πάγκου, πάνω που άρχιζε η «κατηφόρα», περίπου στα 48 μέτρα. Έκατσε από πάνω αρκετή ώρα με αναμμένη την μηχανή και κάθε τόσο έκανε πίσω, έτσι ώστε να μένει από πάνω. Δεν γινόταν τίποτα άλλο, εκτός από το να μεγαλώνει η αγωνία του και η απελπισία του. Πίστεψε πως όση ώρα και να μείνει εκεί, δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι.

Ωστόσο αντέδρασε και προσπάθησε να κάνει ένα μικρό κύκλο με τεντωμένο πάντα το νήμα, μπας και μετακινηθεί το ψάρι. Το έπραξε και μόλις η βάρκα βρέθηκε στην αντίθετη μεριά, ένιωσε εκ νέου δυνατά χτυπήματα στο καλάμι. Ήταν αδύνατον να το πιστέψει, του φαινόταν σαν παραίσθηση. Ενστικτωδώς αγαντάρει με το καλάμι και μαζεύει κάνοντας επανωτές μανιβελιές. Παίρνει νήμα, και ξανά παίρνει με πολύ μεγάλη κόντρα. Ήταν μοναδική ευκαιρία! Τα έπαιξε όλα για όλα! Ή θα το σήκωνε από το βυθό, ή θα έσπαγε το παράμαλλο. Πίστεψε ακράδαντα στην πρώτη εκδοχή και βάζοντας δύναμη, συνεχίζει να το σηκώνει. Στην διάρκεια ένιωθε πιο αδύναμα χτυπήματα, αλλά το βάρος να παραμένει ίδιο, με ελάχιστη διάφορά καθώς το θήραμα πλησίαζε την επιφάνεια. Στα μισά έσβησε την μηχανή και κοίταξε κάτω, γέρνοντας το κεφάλι του από το μπαλόνι. Μια μεγάλη ασπρίλα αντανακλά, κατάλαβε με την πρώτη πως ήταν σφυρίδα. Λίγος ακόμα χρόνος μεσολάβησε έως το ψάρι να βγει αδύναμο στην επιφάνεια. Το έφερε κοντά και άρπαξε την μικρή αποχή που έχει στην βάρκα να το σιγουρέψει. Έβαλε το κεφάλι μέσα και χώρεσε το μισό του σώμα, προσπάθησε να το σηκώσει, μα δεν τα κατάφερε. Με πιο σίγουρες κινήσεις έπιασε το στεφάνι της απόχης με τα δύο του χέρια και ανέβασε επιτέλους τη σφυρίδα στην βάρκα. Ήταν το μεγαλύτερο ψάρι που έχει πιάσει ποτέ με αγκίστρι. Έμαθε, κατάλαβε πως μέσα στο νερό κάνει κουμάντο η θάλασσα. Πίστεψε μια και καλή, πως χωρίς την εύνοια της αυτό το ψάρι, δεν θα ανέβαινε ποτέ στην βάρκα του…

 «Το καλό πρόσωπο της θάλασσας»

«Όσο πιο μακριά, τόσο πιο καλά». Του είπε ο Λευτέρης, ένας έμπειρος ψαράς επιφανείας, που έχει «πιάσει στα χέρια του» τα καλάμια και τα αγκίστρια, πολλά χρόνια πριν. Είχαν μια ολιγόλεπτη συνομιλία με τον ψαρά, στην γλίστρα, καθώς έριχνε την βάρκα στο νερό. Άδικο δεν είχε η κουβέντα του Λευτέρη. Όμως ο χρόνος πίεζε εκείνη την μέρα τον ψαρά και δεν προλάβαινε να απομακρυνθεί. Στην «πάντα» που θα ψάρευε έχει πάει κι άλλες φορές. Γνώριζε τον τόπο και ήξερε πως σε όλο το ψάρεμα και στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα είχε ένα, το πολύ δύο τσιμπήματα. Αν κατάφερνε να πιάσει το ψάρι, τότε όλα θα κυλούσαν μια χαρά. Πλέον έχει δώσει εμπιστοσύνη στις σιλικόνες, ήταν αρκετά ικανοποιημένος με τα ψάρια που είχε πιάσει.

Αυτό το καβάκι δεν σου γεμίζει το μάτι, όμως λίγο πιο μέσα δημιουργείται ένα απότομο σκαλί, περίπου 15 μέτρα κι από τα 40 πέφτει απότομα στα 55. Εικάζει πως σε αυτό το σημείο όλο και καμιά στήρα θα παραμονεύει. Έχοντας την ροή του ρεύματός ευνοϊκή, με πορεία από τα ρηχά προς τα βαθιά, έριξε μια σιλικόνη στο νερό και την άφησε να ακολουθεί την βάρκα, καθώς την έσπρωχνε το επιφανειακό ρεύμα. Το ψεύτικο χτύπησε δυο φορές στο βυθό, το σήκωσε λίγο και κρατούσε το καλάμι χωρίς να κάνει άλλη κίνηση. Μετά από λίγο και πριν βγει στον υποθαλάσσιο γκρεμό, το καλάμι λύγησε και κατάλαβε επανωτά χτυπήματα. Μπερδεύτηκε καθώς το ψάρι «κλωτσούσε» περίεργα με τρόπο που δεν είχε ξανά νιώσει. Δεν ένοιωθε τόσο δυνατά χτυπήματα, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι ψάρι είχε πιαστεί. Όταν σταματούσε το ανέβαζε, όμως καταλάβαινε ένα διαφορετικό μπερδεμένο σπαρτάρισμα. Μόλις σταματούσε το έφερνε πάλι για λίγο, το ψάρι αγρίευε και «κλωτσούσε» με διπλάσια δύναμη. Ωστόσο, όσο αυτό ερχόταν προς τη επιφάνεια, το βάρος δεν μειωνόταν. Η περιέργεια ήταν μεγαλύτερη κι από την χαρά του, για το ψάρι που είχε πιαστεί στο αγκίστρι του.

Έφτασε στην μπομπίνα και το τελευταίο χρώμα της δεκάδας κι έγειρε το κεφάλι του προς τα κάτω, να δει επιτέλους τι ψάρι ήταν. Τότε αντίκρισε μια περίεργη ασπρίλα, δεν μπορούσε να προσδιορίσει σχήμα. Μετά από λίγο, κατάλαβε πως είχαν πιαστεί δύο ψάρια. Ένα στο μεγάλο αγκίστρι κι ένα στο «κλέφτη». Τα έφερε κοντά στην βάρκα κι έπιασε την απόχη. Με την δεύτερη προσπάθεια, βόλεψε μέσα και τις δύο στήρες. Τις ανέβασε στην βάρκα και δεν πίστευε στα μάτια του, δυο σχεδόν ίδιες σε μέγεθος στήρες, πιασμένες από σίγουρο σημείο… Για ακόμα μια φορά, απολαμβάνει την εύνοια της θάλασσας. Από καιρό, από χρόνια πριν, είχε καταλάβει πως τίποτα δεν είναι στο χέρι του. Η θάλασσα τον βοήθησε για άλλη μια φορά, δείχνοντας το καλό της, ευγενικό πρόσωπο... Είναι πολλά χρόνια μέσα στο νερό. Έχουν περάσει ανυπολόγιστες ώρες που βρίσκετε περιπλανώμενος στην θάλασσα. Έζησε στιγμές καλές και άσχημες, επικίνδυνες για την σωματική του ακεραιότητα. Μέσα του γεννήθηκαν συναισθήματα ποικίλα και αντίθετα μεταξύ τους. Καμία φορά σκέπτεται, φαντάζεται, πως η θάλασσα δεν είναι μια «λεκάνη» γεμάτη νερό και ψάρια.

Είναι μια οντότητα που διαρκώς δοκιμάζει τις δυνάμεις του. Φανερώνει την πίστη του σε αυτή, την ευγνωμοσύνη του, την απληστία του. Ωστόσο η θάλασσα, δεν παίρνει πάντα το μέρος του ψαρά κι έρχονται στιγμές που στέκει αμείλικτη, σκληρή απέναντί του…

ΚατηγορίαΤΕΧΝΗΤΑ
Print

Back To Top